- συναρχηγός
- ο, Νο από κοινού αρχηγός με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ραθίνης — Συναρχηγός με τον Σπιθριδάτη, του ιππικού του Φαρνάβαζου που βοήθησε τους Βιθυνούς εναντίον των Μυρίων του Ξενοφώντα. Μετά από τη σύγκρουση αυτή, ως συναρχηγός και πάλι του ίδιου ιππικού αποσπάσματος, νίκησε το ιππικό των Ελλήνων (396 π.Χ.) αλλά… … Dictionary of Greek
Παπανδρέου, Γεώργιος — (Καλέντζι, Πάτρα 1888 – Αθήνα 1968). Έλληνας πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία, χρημάτισε νομάρχης Λέσβου (1916), γενικός διοικητής Χίου (1917 20), διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 18μηνη φυλάκιση … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
συνίππαρχος — ὁ, Α ο επίσης ίππαρχος, συναρχηγός τού ιππικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵππαρχος «διοικητής, αρχηγός ιππικού»] … Dictionary of Greek
συναρχηγία — η, Ν η από κοινού αρχηγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συναρχηγώ — Ν [συναρχηγός] είμαι αρχηγός από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
συνηγήτωρ — ορος, ὁ, Μ συνηγεμών*, συναρχηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνηγη τού συνηγοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. λέκ τωρ)] … Dictionary of Greek
Αλεξικλής — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ολιγαρχικός, από τους αρχηγούς της στάσης του 411 π.Χ., με την οποία ανατράπηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και επιβλήθηκε η Βουλή των Τετρακοσίων. Όταν η Βουλή αυτή καταργήθηκε, ο Α. και ο συναρχηγός του Πείσανδρος… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… … Dictionary of Greek
Γκιούστος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Κωνσταντίνος. Υπήρξε αρχηγός των νησιωτικών πληρωμάτων του τουρκικού στόλου και συναρχηγός, μαζί με τον Γ. Βούλγαρη, των Υδραίων ναυτών που οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1798 για να… … Dictionary of Greek